ὑλοβάτας

ὑλοβάτας
ὑλοβάτᾱς , ὑλοβάτης
one who haunts the woods
masc acc pl
ὑλοβάτᾱς , ὑλοβάτης
one who haunts the woods
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υλοβάτης — ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α νεοελλ. ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων τής οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας αρχ. αυτός που συχνάζει στα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βάτης / βατος (< βαίνω),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”